αγησίχορος

αγησίχορος
ἀγησίχορος, -ον (Α)
αυτός που οδηγεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγησι- δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + χορός. Το όν. φέρει ψιλή από ψίλωση, την οποία ο Schwyzer (Reinisches Museum Fur Philologie, 78) εξηγεί από αρχικό τύπο ΗΑΓΝΗΙΧΟΡΟΣ, όπου έλαβε χώρα ανομοίωση δασύνσεως στη Λακωνική και έπειτα αναλογικά επικράτησε παντού ο τύπος με ψιλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγησιχόρων — ἀ̱γησιχόρων , ἀγησίχορος leading the chorus masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγησιχόρων — ἁ̱γησιχόρων , ἁγησίχορος masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”